- πελέμιζεν
- πελεμίζωshakeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταπελεμίζω — (Α) (επιτ. τ. τού πελεμίζω*) καταφέρω («κὰδ δὲ βαρεῑαν χεῑρ ἐπὶ οἱ πελέμιζεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πελεμίζω «σείω, κάνω κάτι να τρέμει»] … Dictionary of Greek